- εργάν
- η (AM ἐργάνη)νεοελλ.εργαλείο που χρησιμοποιείται στη συλλογή τών καρπών τής ελιάςαρχ.-μσν.εργασία, έργοαρχ.(επίκληση τής Αθηνάς ως προστάτριας τής εργασίας) εργάτρια («Ἀθηνᾱν ἐπωνόμασαν ἐργάνην», Παυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < έργov. Ο τ. εμφανίζει ένα δυσερμήνευτο θ. εργα-].
Dictionary of Greek. 2013.